ὀλεσήνωρ

ὀλεσήνωρ
ὀλεσήνωρ, ορος, , ,
A man-destroying, epith.of perjury,

ὅρκοι Thgn. 399

, Nonn.D.28.273.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ὀλεσήνορα — ὀλεσήνωρ man destroying masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλεσήνορας — ὀλεσήνωρ man destroying masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”